
Ἐπειδή, ἀγαπητοί μου, ζοῦμε μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο κινδύνων καὶ ἀπειλῶν, γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα φωνάζει· Προσέχετε, «βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, …ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. 5,15-16).
Ζοῦμε, λέει, σὲ ἡμέρες πονηρές· γι᾽ αὐτὸ προσέξτε, ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας. Τί ἆραγε νὰ ἐννοῇ λέγοντας ὅτι οἱ ἡμέρες ποὺ ζοῦμε εἶνε πονηρές;
Ὑπάρχουν πονηρὲς ἡμέρες; Αὐτὸ εἶνε μία πρόληψις. Ὁ κόσμος ἔχει μιὰ τέτοια ἰδέα· νομίζει, ὅτι ὑπάρχουν ἡμέρες ποὺ εἶνε κακές.
⃝ Ὡρισμένοι π.χ. θεωροῦν τὴν Τρίτη ὡς ἀποφράδα ἡμέρα, ἡμέρα κακή, ἐπειδὴ ἡμέρα Τρίτη ἔπεσε ἡ Πόλις στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Γι᾽ αὐτὸ ἡμέρα Τρίτη δὲν ταξιδεύουν.
⃝ Κάτι γυναῖκες στὰ χωριὰ καὶ στὰ νησιὰ ἔχουν τὴν πρόληψι, ὅτι τὶς πρῶτες ἕξι ἡμέρες τοῦ Αὐγούστου, ποὺ τὶς λένε δρίμες, τὰ νερὰ ἔχουν καταστρεπτικὲς ἰδιότητες. Γι᾽ αὐτὸ τέτοιες μέρες δὲν πᾶνε σὲ πηγὲς καὶ ποτάμια νὰ πλύνουν τὰ ροῦχα· φοβοῦνται πὼς θὰ καοῦν.
⃝ Ἄλλοι πάλι θεωροῦν κακὸ ἕναν ὡρισμένο μῆνα ἢ τὸ δίσεκτο ἔτος. Γι᾽ αὐτὸ ἀναβάλλουν καὶ δὲν κάνουν τότε τὸ γάμο τους.
Ὅλα αὐτὰ εἶνε προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Μὰ τί; δὲν ἔκανε ὅλες τὶς ἡμέρες ὁ Θεός; καὶ δὲν εἶνε ὅλα τὰ δημιουργήματά του «καλὰ λίαν» (Γέν. 1,31); Δὲν μπορεῖ λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ ἐννοῇ ὅτι ὑπάρχουν ἡμέρες καλὲς καὶ ἡμέρες πονηρὲς – κακές. Τί ἐννοεῖ τότε;
Ὅλες οἱ ὧρες καὶ ὅλες οἱ μέρες καὶ ὅλα τὰ χρόνια, ἀδελφοί μου, εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό. Γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε θὰ χρησιμοποιήσω τὴν ἑξῆς εἰκόνα. Ἔχω ἑπτὰ ποτήρια ἀπὸ κρύσταλλο, καθαρὰ – πεντακάθαρα· τὰ βλέπεις καὶ τὰ καμαρώνεις. Φωνάζω λοιπὸν ἑπτὰ ἀνθρώπους καὶ τοὺς δίνω ἀπὸ ἕνα ποτήρι. Ὁ ἕνας πάει στὴν πηγὴ καὶ γεμίζει τὸ ποτήρι του μὲ νερὸ γάργαρο· ὁ ἄλλος γεμίζει τὸ ποτήρι του μὲ νερὸ τῆς Οὖλεν, τοῦ δικτύου τῆς πόλεως· ὁ ἄλλος τὸ γεμίζει μὲ κρασί· ὁ ἄλλος τὸ γεμίζει μὲ οὖζο· ὁ ἄλλος τὸ γεμίζει μὲ κολώνια· ὁ ἄλλος τὸ γεμίζει μὲ πετρέλαιο· κι ὁ τελευταῖος τὸ παίρνει καὶ τὸ γεμίζει μὲ ἀκαθαρσίες. Φταίει τώρα τὸ ἐργοστάσιο ἢ αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὰ ποτήρια, γιατὶ ἐσὺ πῆρες τὸ ποτήρι σου καὶ τὸ γέμισες μὲ ἀκαθαρσίες ἢ μὲ πετρέλαιο; Ὄχι ἀσφαλῶς.
Ζοῦμε, λέει, σὲ ἡμέρες πονηρές· γι᾽ αὐτὸ προσέξτε, ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας. Τί ἆραγε νὰ ἐννοῇ λέγοντας ὅτι οἱ ἡμέρες ποὺ ζοῦμε εἶνε πονηρές;
Ὑπάρχουν πονηρὲς ἡμέρες; Αὐτὸ εἶνε μία πρόληψις. Ὁ κόσμος ἔχει μιὰ τέτοια ἰδέα· νομίζει, ὅτι ὑπάρχουν ἡμέρες ποὺ εἶνε κακές.
⃝ Ὡρισμένοι π.χ. θεωροῦν τὴν Τρίτη ὡς ἀποφράδα ἡμέρα, ἡμέρα κακή, ἐπειδὴ ἡμέρα Τρίτη ἔπεσε ἡ Πόλις στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Γι᾽ αὐτὸ ἡμέρα Τρίτη δὲν ταξιδεύουν.
⃝ Κάτι γυναῖκες στὰ χωριὰ καὶ στὰ νησιὰ ἔχουν τὴν πρόληψι, ὅτι τὶς πρῶτες ἕξι ἡμέρες τοῦ Αὐγούστου, ποὺ τὶς λένε δρίμες, τὰ νερὰ ἔχουν καταστρεπτικὲς ἰδιότητες. Γι᾽ αὐτὸ τέτοιες μέρες δὲν πᾶνε σὲ πηγὲς καὶ ποτάμια νὰ πλύνουν τὰ ροῦχα· φοβοῦνται πὼς θὰ καοῦν.
⃝ Ἄλλοι πάλι θεωροῦν κακὸ ἕναν ὡρισμένο μῆνα ἢ τὸ δίσεκτο ἔτος. Γι᾽ αὐτὸ ἀναβάλλουν καὶ δὲν κάνουν τότε τὸ γάμο τους.
Ὅλα αὐτὰ εἶνε προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Μὰ τί; δὲν ἔκανε ὅλες τὶς ἡμέρες ὁ Θεός; καὶ δὲν εἶνε ὅλα τὰ δημιουργήματά του «καλὰ λίαν» (Γέν. 1,31); Δὲν μπορεῖ λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ ἐννοῇ ὅτι ὑπάρχουν ἡμέρες καλὲς καὶ ἡμέρες πονηρὲς – κακές. Τί ἐννοεῖ τότε;
Ὅλες οἱ ὧρες καὶ ὅλες οἱ μέρες καὶ ὅλα τὰ χρόνια, ἀδελφοί μου, εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό. Γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε θὰ χρησιμοποιήσω τὴν ἑξῆς εἰκόνα. Ἔχω ἑπτὰ ποτήρια ἀπὸ κρύσταλλο, καθαρὰ – πεντακάθαρα· τὰ βλέπεις καὶ τὰ καμαρώνεις. Φωνάζω λοιπὸν ἑπτὰ ἀνθρώπους καὶ τοὺς δίνω ἀπὸ ἕνα ποτήρι. Ὁ ἕνας πάει στὴν πηγὴ καὶ γεμίζει τὸ ποτήρι του μὲ νερὸ γάργαρο· ὁ ἄλλος γεμίζει τὸ ποτήρι του μὲ νερὸ τῆς Οὖλεν, τοῦ δικτύου τῆς πόλεως· ὁ ἄλλος τὸ γεμίζει μὲ κρασί· ὁ ἄλλος τὸ γεμίζει μὲ οὖζο· ὁ ἄλλος τὸ γεμίζει μὲ κολώνια· ὁ ἄλλος τὸ γεμίζει μὲ πετρέλαιο· κι ὁ τελευταῖος τὸ παίρνει καὶ τὸ γεμίζει μὲ ἀκαθαρσίες. Φταίει τώρα τὸ ἐργοστάσιο ἢ αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὰ ποτήρια, γιατὶ ἐσὺ πῆρες τὸ ποτήρι σου καὶ τὸ γέμισες μὲ ἀκαθαρσίες ἢ μὲ πετρέλαιο; Ὄχι ἀσφαλῶς.
περισσότερα εδώ: πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου