Συζυγοκτόνοι που έβαψαν τα χέρια τους με αίμα: Οι ιστορίες που συγκλόνισαν το Πανελλήνιο

Πολλοί είναι οι εγκληματίες που δολοφόνησαν τους συζύγους ή τους συντρόφους τους και με τις πράξεις τους συγκλόνισαν την ελληνική κοινή γνώμη - Εγκλήματα πάθους, ζήλιας ή παράνοιας;

Ειλικρινά δεν ξέρω αν ο χαρακτηρισμός έγκλημα πάθους είναι δόκιμος για τόσο ειδεχθή εγκλήματα σαν αυτό που έκανε ο 33χρονος Μπάμπης Αναγνωστόπουλος στα Γλυκά Νερά.

Ίσως ο χαρακτηρισμός «έγκλημα διαστροφής» να είναι καταλληλότερος για τέτοιες καταστάσεις Ανθρωποκτονίες που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη και τη βιαιότητά τους δεν θα μπορούσε να προβλέψει ούτε ο πιο νοσηρός νους έγιναν αρκετές στην Ελλάδα και κάποιες σόκαραν το Πανελλήνιο, παρά το γεγονός ότι το δημοσιογραφικό κλισέ του «σοκ» είναι πολυφορεμένο.

Πάμε να ανατρέξουμε πίσω στο χρόνο και να θυμηθούμε μερικές από τις πλέον ανατριχιαστικές περιπτώσεις όπου δράστες ήταν σύζυγοι…

Υπόθεση Φραντζή – Την τεμάχιζε για 4 ώρες

Μία από τις πιο ανατριχιαστικές υποθέσεις που θα μπορούσε να αποτελέσει εφιαλτικό κινηματογραφικό σενάριο -και από τις πλέον συζητημένες στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά- είναι αυτή του Παναγιώτη Φραντζή. Μια υπόθεση για την οποία έχουν χυθεί τόνοι μελάνης. Όχι μόνο σκότωσε τον Ιούνιο του 1987 την 18χρονη γυναίκα του Ζωή Γαρμανή (το έγκλημα έγινε επί της οδού Αιλιανού 12, στα Κάτω Πατήσια) αλλά την τεμάχισε κιόλας, και μάλιστα πέταξε τα μέλη του σώματός της σε κάδο σκουπιδιών!

Τη φρικαλέα εικόνα που άφησε πίσω του ο δράστης -φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και 27 ετών τότε- την αντίκρισε, και όπως ήταν φυσικό στη θέα της πάγωσε αυτομάτως, ο συλλέκτης γραμματοσήμων Κώστας Βουζίκας. Ο τελευταίος έψαχνε τον κάδο σκουπιδιών, στη γωνία Αχαρνών και Πιπίνου, για να πέσει τελικά επάνω στα κομμάτια του διαμελισμένου κορμιού της άτυχης γυναίκας...

Ο Βουζίκας αμέσως κατήγγειλε το γεγονός στην Αστυνομία, ωστόσο το κεφάλι της γυναίκας ήταν τόσο κακοποιημένο που δεν μπορούσε να αναγνωριστεί. Ωστόσο, μέσα σε μία από τις σακούλες βρέθηκε απόδειξη από κρεοπωλείο. Ο κρεοπώλης θυμήθηκε τον Παναγιώτη Φραντζή ανάμεσα στους υπόλοιπους πελάτες του, ο οποίος την ίδια μέρα παραδόθηκε στις Αρχές.

Η παθολογική ζήλεια, όπως ομολόγησε ο Φραντζής, όπλισαν το χέρι του: Τη σκότωσε χρησιμοποιώντας ένα κρητικό μαχαίρι και ένα σφυρί και την τεμάχισε σε 16 κομμάτια. Αρχικά, πάντως, υποστήριξε πως η κοπέλα πέθανε αφού εκείνος την έσπρωξε στη διάρκεια έντονου διαπληκτισμού μεταξύ τους, μετά από κάποια νυχτερινή έξοδό τους.

«Έσπρωξα τη Ζωή που έπεσε πάνω στην ντουλάπα και εκεί άφησε την τελευταία της πνοή. Φοβήθηκα και, προκειμένου να αποφύγω τις συνέπειες, τεμάχισα το πτώμα της», είχε πει ο Παναγιώτης Φραντζής. Ωστόσο, η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε ότι υπήρχαν ίχνη στραγγαλισμού.

Ο σοκαρισμένος δράστης, εν μέσω ασυναρτησιών, ψυχολογικών μεταπτώσεων και παραληρηματικών αφηγήσεων, δηλώνει αρχικά ότι δεν θυμάται τι ακριβώς έγινε κατά τη διάρκεια ενός από τους συχνούς με τη σύζυγό του καυγάδες, που είχε ξεσπάσει μετά τα μεσάνυκτα της 24ης προς την 25η Ιουνίου. Στη συνέχεια, αποσπασματικά ανασυνθέτει το σκηνικό. Επιστρέφοντας από μια έξοδο με φίλους, ο καυγάς τους πράγματι καταλήγει σε ερωτική συνεύρεση. Η Ζωή, για να του περάσει το μήνυμα ότι για κείνη ό,τι έγινε δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, τον προσβάλει: «Είσαι ανίκανος, εγώ φταίω που σε παντρεύτηκα». Γι’ αυτήν το παιχνίδι δεν έχει λήξει, είχε μόλις ξαναρχίσει. Ο Φραντζής δεν δίστασε από την πρώτη του ανωμοτί εξέταση να αναπαραστήσει, σχεδόν λεπτό προς λεπτό, την ψυχική του κατάσταση εκείνες τις μοιραίες στιγμές. Η απόπειρά του να εκλογικεύσει σκέψεις και συναισθήματα εκείνης της νύχτας πρόκειται να βαρύνει καθοριστικά εις βάρος του: «Είχε θιγεί ο εγωισμός μου και είχα ζωστεί από κατώτερες και πεζές σκέψεις και συναισθήματα (…). Όταν μού’ δειξε την αδιαφορία, φαρμακώθηκα σα να μου είχαν κάνει τη μεγαλύτερη αδικία. Παρ’ ότι έτρεμα ολόκληρος από τα νεύρα μου, θεώρησα καλό να μην αντιδράσω, να μη δώσω συνέχεια, γιατί καταλάβαινα πως δεν θα μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, ήταν και δύο η ώρα το βράδυ».

Η λογομαχία εξελίχθηκε σε ανταλλαγή ύβρεων με σφιγμένα δόντια, κραυγές, χαστούκια και σπρωξίματα. Μέσα σε ούτε δύο λεπτά της ώρας, το μοιραίο είχε συμβεί. Η κατάληξη υπήρξε δραματική, οποιαδήποτε από τις δύο -ακραίως αντίθετες- εκδοχές πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης κι αν επισκοπήσει κανείς, είτε αυτήν του δράστη, είτε εκείνην που αποτυπώθηκε στο παραπεμπτικό βούλευμα που ακολούθησε.

Στην πολυαναμενόμενη απολογία του, ο Φραντζής εξέθεσε τα περιστατικά της νύχτας του εγκλήματος, υποστηρίζοντας ό,τι και στην πρώτη του κατάθεση, ότι δηλαδή πάνω στον καυγά έσπρωξε τη Ζωή κι εκείνη «έπεσε και κτύπησε». Για μια ακόμη φορά, προσπάθησε να αυτοερμηνευθεί για το μεταθανάτιο συμβάν, περιγράφοντας την διαδρομή της ψυχολογικής του κατάστασης σαν τρίτος, ανασυνθέτοντας μνήμες και συναισθήματα, άλλοτε με ψυχραιμία, άλλοτε με συντριβή, κλαίγοντας με λυγμούς και μην μπορώντας να σταθεί όρθιος, καταλήγοντας ως εξής:

«Παραδέχομαι την κατηγορία της προσβολής νεκρού αν και δεν μπορώ να δώσω στην πράξη μου αυτή λογική εξήγηση. Τύψεις θα έχω σ’ όλη μου τη ζωή και δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν μπόρεσα να δείξω ψυχραιμία, εννοώ τη στιγμή που πέθανε η Ζωζώ. Δεν την στραγγάλισα, δεν είμαι φονιάς και ούτε σκοπεύω να γίνω ποτέ μου».

Τελικά, την 1η Οκτωβρίου 1988, ο Παναγιώτης Φραντζής κρίθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και περιυβρίσεως νεκρού και του επιβλήθηκε η ποινή της ισοβίου καθείρξεως.


Διαβάστε περισσότερα: newsbomb

About George Tservakis

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου