Πώς η Παναγία κοινωνούσε αυτούς που κοπίαζαν


Τον καιρό του αγίου Σάββα ζούσαν στην Λαύρα του πολλοί και ενάρετοι μοναχοί και υπηρετούσαν τον Κύριο. Πήγε, λοιπόν, και ένας άρχοντας ευγενής και πλούσιος να μονάσει, τον οποίο υποδέχτηκε με χαρά ο άγιος.
 
Και επειδή δεν ήταν μαθημένος στον κόπο, τον φρόντιζε και δεν τον άφηνε να πηγαίνει με τους άλλους στις βαριές γεωργικές εργασίες. Εκεί δούλευαν μέχρι την ενάτη ώρα, και τότε έρχονταν και διάβαζαν από κοινού την ακολουθία, και μετά τον εσπερινό έτρωγαν, μία φορά τη μέρα κοινοβιακά.

Επειδή αυτός δεν μπορούσε να τα κάνει αυτά, γιατί ήταν αρχάριος, τον πρόσταξε να αγωνίζεται στο μοναστήρι όσο μπορεί και να νηστεύει ωσότου επιστρέφουν όλοι οι αδελφοί, και να τρώνε μαζί σύμφωνα με την τάξη.
Αυτός όμως ούτε καν αυτή την εντολή δεν τηρούσε αλλά έτρωγε στο κελί του, γιατί του έφερναν οι συγγενείς του διάφορα φαγητά.

Ο Άγιος το ήξερε, αλλά επειδή ο μοναχός εκείνος ήταν αρχάριος, δεν τον επιτίμησε, για να μην τον στενοχωρήσει, μόνο παρακαλούσε το Θεό να τον διορθώσει.

Ήρθε, λοιπόν, η εορτή της Υπεραγίας Θεοτόκου στις 15 του Αυγούστου, και το πρωί της παραμονής, όταν πήγαν οι αδελφοί να δουλέψουν, τους είπε ο Άγιος να επιστρέψουν νωρίς για να ψάλλουν· και σ’ εκείνον τον αρχάριο είπε να πάει στην εκκλησία την ώρα του εσπερινού και να τον ειδοποιήσει όταν συγκεντρωθούν όλοι οι αδελφοί. Έτσι λοιπόν έκανε.

Και όταν ήρθαν οι πατέρες, είδε ο αρχάριος μια θαυμαστή οπτασία, όχι κοιμώμενος αλλά ξύπνιος. Δηλαδή, είδε μια ωραιότατη γυναίκα ανάμεσα σε δύο αγγέλους που άστραπτε περισσότερο από τις ακτίνες του ήλιου. Και ο μεν ένας κρατούσε ένα ποτήρι γεμάτο ουράνιο άρτο και ο άλλος ένα λεπτό μαντήλι.

περισσότερα εδώ: πηγή

About katiatser

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου